Ο πάππους μου, ο Γιώρας

Σαν τον παλιό καλό καιρό χτύπησε το ρόπτρο στην πόρτα της Αγίου Ευθυμίου κι ο Νίκος μου έφερε ένα κείμενο να του ρίξω μια ματιά:
Τώρα, δεν θα πρεπε να ‘χαμε μια «Μυκονιάτικη» να πούμε τον πόνο μας και να τονε μοιραστούμε με τον κόσμο;
Ιδού λοιπόν, το μοιραζόμαστε, εδώ, στα …Κάρβουνα.
Καλοδιάβαστο!

Ο πάππους μου, ο Γιώρας
του Νίκου Γ. Κουσαθανά – φαρμακοποιού

Στο χωριό 6/8/17, Διακόφτης

hronografima karavaki i Mykoniatiki efimeridaΟ παππούς μου ήτανε ο Γιώρης ο Βαμβακούρης∙ ο Γιώρας.
Εκ μητρός πάππους και πολύ αγαπημένος.
Ήτανε πολύ ψηλός, έτσι το Γιώρης έγινε Γιώρας, είχε κι ένα σημάδι κάτω από το δεξί μάτι, ένα σημάδι μωβ σκούρο, που το λέγανε «αβιόλα»[1] κι η ιστορία έλεγε πως η μάνα του, έφαγε κρέας τη μεγάλη νήστεια της «Αβιόλας» (Κυριακή της Ορθοδοξίας) και έτσι το παιδί τιμωρήθηκε, για την ασέβειά της αυτή και βγήκε με το σημάδι, που το λέγανε «αβιόλα».

Ο πάππους είχε έναν αδελφό τον Γιάννη (Βαμβακούρη) και μιαν αδερφή, τη θεία την Άννα, που καθότανε στο Ματογιάννι και της κάναμε επισκέψεις κι είχε άνδρα, τον Κωνσταντίνο τον «Κιμηλιό», που έφτιαχνε φαναράκια κι έπαιζε και βιολί, με το γιό του τον Νικολάκη, που ‘παιζε λαούτο.

Το σόι μας (εκ μητρός) ήτανε φουρναρόσο’ο. Λένε, ότι άγει την καταγωγή του εξ Ηπείρου, εκεί που ’χει τους πολλούς φουρνάρηδες, αλλά ποιός να τα ψάξει τώρα.

Ο πάππους αγόρασε τον φούρνο τον μεγάλο, της Λάκκας, τη δεκαετία του ’20, ογδόντα χιλιάδες δραχμές, ποσό μυθικό για την εποχή, από την Μα’ρνώ  Μαρκουλάκη (1852-1938). Η Μα’ρνώ, χήρα του Μικέ Μαρκουλάκη (1854-1917), έχοντας χάσει την οικογένεια της με τραγικό τρόπο δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στο βάρος του φούρνου γι αυτό και τον πούλησε.

Η πρώην ιδιοκτήτρια, καθότανε στο δώμα του φούρνου, εκεί που ανεβαίνεις από μια σκάλα αψηλή, σαν την «κλίμακα του Ιακώβ». Σ’ εμάς δε επιτρεπότανε ν’ ανεβούμε από κει, κι όλο μας λέγανε:
«η ταράσσα δεν είναι πλάκα και ξανοίετε μην ξεκρεμάσουν τα ποδάρια σας»,
από καμιά τρύπα, δηλαδή, που θα  κάναμε στη στέγη.
Μετά το πήρε ο Αρτέμης ο «Εβραίος», τώρα δε γνωρίζω πού ανήκει το δώμα.

oikogeneia sto Naftiko _Kousathanas
Τρεις γενιές στο Πολεμικό Ναυτικό. Αριστερά πάνω ο πάππους ο Γιώρας και η κορδέλα στο καπέλο του να γράφει «Κιλκίς», δίπλα του ο έτερος πάππους Νικολός Κουσαθανάς (Γκιγκίνος) το πιο λεβέντικο μουστάκι της Μυκόνου, πλάι του ο πατέρας μου Γιώργος Κουσαθανάς, δίοπος του θρυλικού θωρηκτού Αβέρωφ και στη κάτω σειρά ο γράφων Ν. Γ. Κουσαθανάς, σημαιοφόρος φαρμακοποιός και τέλος ο Θανάσης Κουσαθανάς κελευστής ΤΠΒΒ και νυν τραπεζικός.  (Φωτο-παραγγελία του πατέρα μου σε πλανόδιο φωτογράφο που έφτιαχνε πρωτόγονα κολάζ και εδώ είχε την έμπνευση να αφαιρέσει μέχρι και την «αβιόλα» του πάππου)

Ο πάππους υπηρέτησε στο θωρηκτό «Κιλκίς». Τον καιρό που έκανε τη θητεία του εκεί, είχε καμιά εφτακοσαριά ναύτες κι όταν έκανε ανθράκεψη[2], κουβαλούσανε όλοι κάρβουνο, από τον κυβερνήτη μέχρι το τελευταίο  ναύτη αρμενιστή. Γινότανε τέτοιο κακό, μέχρι τραυματίες είχανε όσο παλεύανε με τα κάρβουνα κι ως το τέλος μόνο τα μάτια τους γυαλίζανε, ενώ η μπάντα έπαιζε συνεχώς το «Ναύτη του Αιγαίου, που σπίτι του, έχει τα βαθιά νερά».

Στο «Κιλκίς» ο πάππους ήτανε φουρνάρης. Περάσανε χρόνια δύσκολα οι άνδρες της εποχής εκείνης. Τότε, παντρεύτηκε τη λαλά τη Βασιλικώ, πανέμορφη γαλανομάτα κόρη του «Καλεγιάννη» (Δημητρέλαινα). Η λαλά ήταν άλλος άνθρωπος, από τον πάππου: Δραστήρια, αεικίνητη, αποφασιστική. Αγόραζε, πούλαγε  αφ’κατ’αφ[3]. Τη μια μέρα βρισκότανε με χωράφι, την άλλη χωρίς κηπαράκι στη Λάκκα, γιατί ενοχλούσε ο χοίρος που ταΐζαμε, τις γειτόνοι…

Κάθε Πέμπτη ερχότανε οι «φρυανάδες», γέμιζε το στενό με μουλάρια και γαϊδάροι, με τις χωριανοί, που φέρνανε τα φρύανα και τ’ αξάρια, για να κάμει ο πάππους τη νέα «ανθράκεψη». Ο μπάρμπας ο Νίκος, δεξί χέρι του πάππου, πάντα εκεί, χαμογελαστός, να κουβαλάει αγόγγυστα. Μαζί με τα φρύανα, τύχαινε να φέρνανε μαζί απηδάλοι[4] και κορκοδειλάκια[5], που παιδιά εμείς, τα κυνηγούσαμε σε κείνο το λαβύρινθο του φούρνου, με τις αμέτρητες κόχες, κι άλλοτε σπάνια πάλι και κάνα θεριό, που το εξόντωνε ο μπάρμπας ο Νίκος με το σκάλεθρο[6].

Fournos Yiora 1956
Ο φούρνος 21/1/1956. Ο παππούς άρχοντας και βασιλιάς στη μέση. Οι γυναίκες (χωριανές) φτιάχνουν κουβαρωτές. Η λαλά η Βασιλικώ, δεύτερη από δεξιά. Δίπλα στον πάππου η θεία η Φανή και το όρθιο κοριτσάκι η καλή μου ξαδέρφη, η Βασιλικούλα. Ο Δημήτρης Συριανός (Μπουγκάς) ζυμώνει στη σκάφη κοιτώντας τον φακό. Μπροστά του το «άνοιγμα του Παραδείσου», η παραθύρα από την οποία σαλτάραμε στο πατάρι για να κάμομε τις διαολιές μας.

Θυμάμαι τις χωριανές να ζ’μώνουνε τις κουβαρωτές κάθε βδομάδα και τις καλογειτόνισσες τη Μεγάλη Πέμπτη στο μέσα πατάρι να φτιάχνουνε τις κουλούρες[7] σε διάφορα σχέδια: στεφάνια, θεριά με το κόκκινο αυγό στο στόμα… Τις Κυριακές ο πάππους έφτιαχνε τα γιουβέτσια…

-Γιώρη, μη βάλεις πολύ νερό! Μη γενεί νερομπούλι!

Έριχνε τα κριθαράκια ή τα μακαρόνια στα ταψιά, καρατάριζε τα νερά, τ’ αλάτια, τα πιπέρια.

~

Το φθινόπωρο στην ανθρακού[8] βάζαμε τα κουκουνάρια, «μην τα κάψουμε …με προσοχή».

Τον φούρνο όσο τον θυμάμαι, τον πολέμαγε καταρχάς ο πάππους, η λαλά, ο μπάρμπας ο Νίκος και η θεία η Φανή. Παραγιό είχανε το Δημήτρη το Συριανό, το «Μπουγκά». Αν και πιο μεγάλος, είχε το ίδιο μυαλό με μένα και την αδερφή μου (ο μικρός δεν είχε γεννηθεί ακόμα), που παίζαμε κρυφτό μες το φούρνο, κάτω από τα πατάρια και γύρω από το πηγάδι. Είχαμε ξεθαρρέψει, πως δεν θα βγει από μέσα πια ο «Αράπης[9] με τα… μεγάλα άσπρα δόντια…» Εκείνο το πηγάδι, ήτανε  τόσο σημαντικό για κείνον το φούρνο: Στο να πιάσουνε το προζύμι, να πλύνουνε τις σκάφες, να κάμουνε τη λάτρα τους. Εμείς όμως, πού να  το πλησιάσουμε…

Εκείνο το πηγάδι, να ‘τανε και η αιτία, που γινότανε  τόσα χωραΐτικα χοιροσφάγια, μέσα σε κείνο το χώρο; Γιατί με το χοίρο, η οικογένεια εξασφάλιζε το κρέας της χρονιάς, με τα λαρδιά, τις παΐδες, τα λουκάνικα κλπ. Ζεστά νερά, σκάφες (για το λαρδί), ευκολίες είχε ο φούρνος κι ο πάππους ήταν εκείνος που θα ’βρισκε και τη σφαουριά[10] με την πρώτη για να μη τυραννιστεί το ζωντανό. Εύκολα διαλέγανε πολλοί λοιπόν, να κάμουνε εκεί τα χοιροσφάγια, ανέγκαστα.

Μια φορά, ένας,  δε κάθισε καταπώς έπρεπε, σωστά, στην κοιλιά του χοίρου, το ζώο ανεχυντρώθηκε, βγήκε από την απάνω πόρτα, αγριεμένο, έκανε τον κατήφορο των «Πλακωτών» κι από πίσω πέντε-έξι άντρες, να το κυνηγάνε αλαλάζοντες.
! Και ξέρεις, όντως τον επιάσαμε στο Γιαλό και τον σφάξαμε καλά-καλά, το κρέας του, ήτανε πεσί σκληρό και δηλητήριο.

-Αδρεναλίνη, του λέγαμε εμείς, οι σπουδαγμένοι.

-Δε ξέρω ίντα ’ναι αυτή η ασετιλίνη, εγώ ξέρω, πως ήτανε φαρμάκι.

~

Στην Κατοχή, όσο είχε αλεύρια ο πάππους, ο φούρνος λειτούργησε κανονικά. Μετά τ’ αλεύρια τελειώσανε και μαζί με τα σουβάλια τα άδεια, πέταξε και τα γεμάτα τεφτέρια, ο πάππους, που ’χε βαρεθεί να γράφει, γιατί κατάλαβε, πως δεν είχε κανένα νόημα να γράφει.

Στο τέλος της δεκαετίας του 50’ ο Έντι Κωσταντίν[11]– ο άνθρωπος με τη σιδερένια γροθιά – γύρισε μέσα στο φούρνο την ταινία, που παίχτηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο: «Με σφαίρες και βόλια».
Επιλέξανε το φούρνο, για τις γωνίες του και τις στοές του και έμεινε μια βδομάδα κλειστός, αλλά του πάππου δεν εδώκανε, ούτε δραχμή αποζημίωση. Μόνο κέρδος, η γνωριμία με τον Έντι Κοσταντίν. Δεν ήτανε και λίγο!

Τη δεκαετία του ‘60, στην αρχή  της, άνοιξε ο Δημήτρης Κουσαθανάς, ο Πέρρος, τον πρώτο «Γερμανικό» -πετρελαιόκαυστο δηλαδή- φούρνο στη Μύκονο.
Τι συμφορά ήτανε εκείνη, στο σπιτικό της Λάκκας;
Ο φούρνος «ο Γερμανικός», ήταν στην τωρινή οδό Μητροπόλεως (εδρεύει το εστιατόριο OLLA). Μας απαγορεύτηκε και να περνάμε απέξω.
Ο εκ πατρός καλός συγγενής Δημήτρης, ο ανταγωνιστής φουρνάρης, έγινε ξαφνικά «Γερμανός». Το απόλυτο κακό… Τον φανταζόμαστε με κράνος και στολή SS, να φουρνίζει και να ξεφουρνίζει παιδιά.

Και η πελατεία του φούρνου μας η πολλή, πήγε εκεί. Ουρά να φάνε την «μαλακοσούρα» του Γερμανικού κι όχι τα «φλούιδια» του Γιώρα.

Μετά από καιρό, σιγά-σιγά κάποιοι επανερχόντουσαν. Όχι όλοι…
Μια φορά μ’έβαλε ο Γιαραμπής, να πάω να πάρω μια κουλούρα[12], από το «Γερμανό».
Χαμογελαστός, χαμογελαστός με καλημέρισε ο πατέρας της Φρασκούλας, που ήτανε και καλή μου φίλη. Μου έκανε εντύπωση με την καλοδιάθεσή του.“Ψέματα θα τα κάνει” σκέφτηκα «Αφού  έτσι κι αλλιώς Γερμανός  είναι…»
Πήρα την μαλακιά άσπρη κουλούρα. Πώς θα την έβαζα όμως στο σπίτι; Εδώ σε θέλω! Από τον κήπο, (όπου τώρα το σούπερ- μάρκετ «ΑΒ»), την έβαλα στο μέσα κουζινάκι. Πού βρέθηκε η λαλά; Λες και της σικνώσανε το φυτίλι!
-Μάρε, από το Γερμανό τρως ψωμί εσύ;Τόσο καλομαθημένα είναι τα ντοντάκια σου;
Το τι άκουσα, Παναγία μου!
Άλαλα τα χείλη των ασεβών.
Κι ο πάππους, ο καημένος:
-Δεν πειράζει Βασιλικώ, παιδί είναι!

Ο παππούς μου, που μ’ αγάπαγε πολύ, που ήτανε άνθρωπος της εκκλησίας. (Σε πόσες φωτογραφίες παλιές, τον ανιχνεύω να ακολουθεί  λιτανείες, να σηκώνει εικόνες;)

Kousathanas Nikos Yioras Vamvakouris
Καλοκαίρι του 1979, άρτι απολυθείς, με τον παπού μου τον Γιώρα στο σπίτι της Λάκκας.

Ερχόμαστε μεγάλοι πια και καθόμαστε δυο μας στη Λάκκα:
-Καλώς τόνε, πώς πή’ανε τα μαθήματα;
-Καλά.
-Στα θρησκευτικά;
-Μα παππού, στη Φαρμακευτική, δεν κάνουνε θρησκευτικά!
-Δεν κάνουνε;
-Όχι!
-Ακούς να μην κάνουνε θρησκευτικά, α’ δε βοηθήσει ο Θεός, πως θα σε κάνει καλά μόνι το φάρμακο; Ε! Μοναχό του;
-Αυτό να μου πεις!

Όταν αρρώστησε η λαλά, ο πάππους έγινε Αϊ Γιώρης. Μεσ’ στη  νύχτα, ήθε’ να ακούσεις την πονεμένη της φωνή:
-Γιώρη
, Γιώρη μου, Άη Γιώρη!
Και ο παππούς διακριτικά-διακριτικά, μεσ’ το σκοτάδι της πήγαινε λίγο νερό και…
-Σώπα Βασιλικώ, θα περάσει ο πόνος, θα ‘γειάνεις. Θα διείς!
-Άη Γιώρη. Άη Γιώρη!
Γινότανε ο πάππους στρατιώτης Άγιος, σε άλογο, να λογχίζει το θεριό του πόνου. Πώς ένας άνθρωπος γίνεται Άγιος έτσι απλά; Ένας Άγιος με αβιόλα κάτω από το δεξί του μάτι.

Μετά ερχόμουνα και χειμώνα και τις γιορτές –όποτε μπορούσα– και ο πάππους, καθότανε μοναχός του στο καναπεδάκι του και φουμάριζε το σιγαράκι του. Τα πρωινά πέρναγε από τον φούρνο, που ήτανε πια στα χέρια του μπάρμπα του Νίκου και μετά ήθε’ να κατεβεί στο καφενείο του Κιούκα συνήθως, για να βρει τους φίλους του.
Τα παπούτσια του μαύρα, τα πέρναγε μ’ ένα βρεμένο πανί και φόραγε ένα σκούρο επενδύτη.

Όταν ο πάππους αραίωσε να πηγαίνει στο φούρνο και δεν πολυκατέβαινε στου Κιούκα, τον είχαμε πιο πολύ στο σπίτι. Πάντα κάτι είχε να πει, μ’ ένα χιούμορ καταλυτικό. Πέρναγε η Μαρσώ (που το σπίτι της έγινε «ταβέρνα Ιταλιάνα»):
-Άειντε Γιώρη, το ‘βαλες το μπανιερό σου να πάμε στη Μεγάλη Νάμμο;
-Άμε κι έρχομαι!
-Μα κάθα μέρα τα ίδια λέει, θύμωνε ο πάππους. Ακούς το μπανιερό μου!

~

 -Παππού, πότε θα ‘ρθεις στην Αθήνα;
-Τ’ Αη Δημητριού, την άλλη μέρα!
Μια φορά ήρθε μόνο.
Του’ λείπε όμως, η Λάκκα, ο Κιούκας, ο φούρνος, το στασίδι στη Μεγάλη Παναγιά. Γύρισε πίσω νωρίς–νωρίς.
-Παππού, θα ξανάρθεις στην Αθήνα;
-Του Αη Δημητριού!

Τηλέφωνο ο Ζαννής, ο αξάδερφος ο καλός.
πάππους μας, έφυγε!

Ο πάππους έφυγε, να κάμει παξιμάδια, να κάμει επτάζυμα καψιμαδάκια, να κάμει αλλού εκείνο το ψωμί, που μοσχοβόλαγε η Λάκκα.
Και να επιμένει: «Όταν λέμε μόστρα, λέμε για ένα κομμάτι παξιμάδι, όχι παξιμάδι με κοπανιστή. Ερχόντανε στο φούρνο και μου λέανε, δέκα μόστρες παξιμάδι, Γιώρη. Ε! Δε τις άλειβα τίβοτα, μόνο τις έζ’γιαζα[13]».

Μετά ο φούρνος πέρασε στα χέρια του μπάρμπα του Νίκου εξολοκλήρου, που τον δούλεψε με την ίδια συνέπεια κι αγάπη, μέχρι που μεγάλωσε αρκετά.
Ο μπάρμπας δε γέρασε. Μεγάλωσε.
«Μια μέρα ήρθε ο γιατρός ο Αμερικάνος και με είδε τον αγώνα που’κανα, μια μέρα ολόκληρη με κοιταγε:
-Μωρέ, αυτή είναι γυμναστική, εσύ θα ζήσεις πολλά χρόνια, Νίκο
Κι ήρθανε μέρες δύσκολες για την οικογένεια του, μα κείνος εκεί, στο φούρνο.

Τέσσερις η ώρα το πρωί, με ειδοποίησαν, πως πέθανε ο αδελφός του και θείος μου, ο Δημήτρης ο χασάπης, στο Λέχαιο της Κορίνθου. Έτρεξα να τον ειδοποιήσω, ο φούρνος κλειστός. Από την σιδεριά του παραθύρου του «Μυρωδιού», του φώναξα:
-Μπάρμπα, πάει ο θείος ο Δημήτρης.
Ζύμωνε.
-Πάει;
-Ναι.
Εκείνη την ημέρα, το ψωμί  βγήκε πιο αλμυρό.
Τώρα, λέει, ο φούρνος δε ξαναβγάνει ψωμί!
Καλά κάνει ο ξάδερφος μου ο Γιώρης. Δε μπορεί σ’ αυτόν τον τόπο, να κάνουμε πολιτισμό, στις πλάτες των άλλων.
Σ’ ένα νησί, που γίνεται χορός των εκατομμυρίων, θα ήτανε το λιγότερο παράλογο να έχουμε απαίτηση να λειτουργεί το Γιωράκι το φούρνο με τις ίδιες συνθήκες, που  τον λειτουργούσε ο παππούς ο Γιώρης.
Σ’ ένα φούρνο, από όπου περάσανε, θαυμάσανε, υποσχεθήκανε(;), αλλά ξεχάσανε: η Μελίνα, ο Τζαννετάκης, ο Μαγκάκης και τόσοι άλλοι, σ’ ένα φούρνο, που οι άνθρωποι μείνανε μόνοι τους, με την ιστορία και την παράδοση απέναντι, δε μπορούμε να πούμε τίποτα…
Μαζί με το φούρνο, κλείνει μια σελίδα μιας Μυκόνου, που ‘φυγε ανεπιστρεπτί. Των παιδικών μας, εφηβικών μας και… χρόνων.

Θα είναι πάντα στην καρδιά μας.

Νίκος Κ.

[1] Αβιόλα: malcolmia maritima, αρωματικό φυτό, άγρια βιολέτα (αβιόλα στη Μύκονο, σε άλλη περίπτωση και ο νάρκισσος, το μανουσάκι»)

[2] Αθράκεψη: εφοδιασμός με κάρβουνα

[3] Αφ’κατ’αφ: ξαφνικά, αμέσως.

[4] Απήδαλος: ακρίδα

[5] Κορκοδειλάκια: Είδος σαύρας με μεγάλο κεφάλι ζουν κυρίως στη Μύκονο Ρήνεια Δήλο

[6] Σκάλεθρο: Κοντάρι με διχαλωτή άκρη, χρησιμοποιούνταν για να σπρώχνουνε τα φρύανα στο φούρνο.

[7] Κουλούρες: Παραδοσιακά Πασχαλιανά γλυκά αρτοσκευάσματα

[8] Αθρακού ή Ανθρακού : λάκκος μπροστά στο στόμα του φούρνου, για να πέφτει η στάχτη.

[9] Κατά παράδοση το στοιχειό των πηγαδιών, φόβητρο για να μην πλησιάζουν τα παιδιά.

[10] Σφαουριά: Σφαγίτις φλέβα, εκεί που στοχεύει ο σφάχτης του χοίρου με το μαχαίρι.

[11] Διάσημος ηθοποιός της εποχής και αστέρι του Γκοντάρ και της νουβέλ βαγκ

[12] Λευκό αφράτο ψωμί σε σχήμα μεγάλου κουλουριού

[13] Έζ’γιαζα: ζύγιζα.

Ευχαριστώ θερμά, τον καθηγητή κ. Παναγιώτη Κουσαθανά
 για τις πληροφορίες σχετικά με την οικογένεια Μαρκουλάκη και τον Δημήτρη Ρουσουνέλο για το χτένισμα του κειμενου γιατί αγνοώ μεταξύ των άλλων τις νέες τεχνολογίες.
Hronografima san paramythi - I Mykoniatiki efimerida

Σχολιάστε