Το αρχαίο Θέατρο της Δήλου
Το αρχαίο θέατρο της Δήλουείναι από τα σημαντικότερα στον χώρο του Αιγαίου. Από τα δεκαπέντε αρχαία θέατρα που είναι γνωστά στις Κυκλάδες, είτε από γραπτές πηγές είτε από τα ίδια τα ερείπια, το θέατρο της Δήλου είναι αυτό για το οποίο έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες.Βρίσκεται μέσα στην «Συνοικία του Θεάτρου», που στην αρχαιότητα ονομαζόταν πιθανότατα «Κολωνός», δηλαδή λόφος. Οικοδομήθηκε στην αρχή της Ελληνιστικής εποχής, ανάμεσα στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. και τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. Εγκαταλείφθηκε κατά την διάρκεια του 1ου αι. π.Χ. και αποικοδομήθηκε μερικώς στην Αυτοκρατορική περίοδο, προσφέροντας οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση. Παρά την καταστροφή του όμως, η κατάσταση του επιτρέπει την βέβαιη ταύτιση του.
Περιηγητές και ανασκαφές
Από τον 15ο αι. έως τις πρώτες ανασκαφές
Οι περιηγητές που επισκέπτονται το νησί, από τα μέσα του 15ου ως τα τέλη του 19ου αιώνα., αναφέρουν συχνά το θέατρο μαζί με τον Κολοσσό των Ναξίων, τη Στοά του Φιλίππου και το Στάδιο. Φαίνεται λοιπόν ότι το θέατρο δεν σκεπάστηκε ποτέ ολόκληρο. Ο Κυριάκος από την Αγκώνα που επισκέφτηκε την Δήλο το 1455, είναι ο πρώτος που μιλά για θέατρο και στα σχέδια του, το συσχετίζει με την δεξαμενή που βρίσκεται στα δυτικά του, όπως κάνει και ο Chevalierde Constantin δύο αιώνες αργότερα. Πριν τις ανασκαφές, το σκηνικό οικοδόμημα ήταν εντελώς σκεπασμένο με χώμα. Οι περιγραφές των περιηγητών περιορίζονται στο κοίλο. Λίγα γράφονται για τα εδώλια, που ήταν κατεστραμμένα ή σκεπασμένα με χώμα.Πολλοί τονίζουν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κυριακού από την Αγκώνα, ότι το θέατρο ήταν κτισμένο από μάρμαρο και εντυπωσιάζονται από την τοιχοποιία του αναλημματικού τοίχου, τον οποίο περιγράφουν με αρκετή πιστότητα. Το 1810 ο Ch.-R. Cockerell έκανε ένα πολύ πιστό σχέδιο που περιοριζόταν στο μπροστινό τμήμα του βόρειου αναλημματικού τοίχου. Τα ερείπια της δεξαμενής του θεάτρου, της οποίας τα τόξα και τα στόμια των αγωγών τροφοδοσίας νερού ήταν ορατά ήδη από τον 15ο αι., αναφέρονται από όλους. Ο Κυριάκος από την Αγκώνα τα θεώρησε «vestigiabalnearum» (ερείπια λουτρών), ενώ ο Spon αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για δεξαμενή που τροφοδοτούνταν με βρόχινο νερό από έναν αγωγό. Ο σύντροφος του όμως, ο C. Wheler, πρότεινε μια άλλη θεωρία που σαγήνευε τους αναγνώστες του, ότι δηλαδή επρόκειτο για κατάλυμα των θηρίων που προορίζονταν για τα κυνήγια στο θέατρο. Αυτή η ατυχής υπόθεση υιοθετήθηκε και από άλλους όπως τον Ο. Dapper και τον J. Pittonde Tournefort, ο οποίος υπέθεσε ότι οι αγωγοί τροφοδοσίας νερού προορίζονταν για το πότισμα των ζώων. Ο κόμης de Sandwich επανέφερε την ερμηνεία της δεξαμενής και τα επιχειρήματα του έγιναν αποδεκτά.Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (ΓΑΣ), που ιδρύθηκε το 1846, έστειλε στο νησί κάποια από τα μέλη της για να συντάξουν αναφορές. Ένας από αυτούς, ο L. Terrier, συνέταξε το 1864 ένα ωραίο υπόμνημα για το νησί της Δήλου, προσφέροντας μια σωστή περιγραφή του θεάτρου και της δεξαμενής. Ήταν απόλυτα βέβαιος ότι επρόκειτο για δεξαμενή, υποστηρίζοντας την άποψη του Κ. G. Frieler, ότι το νερό της βροχής, που έπεφτε στα εδώλια, την τροφοδοτούσε.
Οι ανασκαφές και οι παλιές μελέτες
Το 1873 ο Α. Lebegue και ο Π. Σταματάκης ξεκίνησαν τις ανασκαφές στο νησί. Ανέσκαψαν την κορυφή του Κύνθου και εξερεύνησαν το Άντρον που είχε κατασκευασθεί στην δυτική κλιτύ του και το οποίο ο Γάλλος αρχαιολόγος ταύτιζε λανθασμένα με τον πρώτο ναό του Απόλλωνα.Μόλις το 1882 ενδιαφέρθηκαν οι Γάλλοι για το θέατρο. Εν τω μεταξύ είχαν εργαστεί στο ιερό του Απόλλωνα και παραδόξως είχαν κάνει ανακαλύψεις μέγιστου ενδιαφέροντος για την ιστορία του μνημείου. Την εποχή της κατασκευής του θεάτρου η πολιτεία της Δήλου ήταν ανεξάρτητη και διαχειριζόταν η ίδια την περιουσία του Απόλλωνα, την οποία χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, για να οικοδομήσει το θέατρο. Οι άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο για να διαχειριστούν την ιερή περιουσία, οι Ιεροποιοί, έπρεπε να υποβάλουν τον απολογισμό τους για έλεγχο στο τέλος της θητείας τους και να καταγράψουν τα αναθήματα προς τις διάφορες θεότητες που λατρεύονταν στο νησί.Οι απολογισμοί και τα ευρετήρια χαράσσονται σε μεγάλες μαρμάρινες στήλες, πολλές από τις οποίες βρέθηκαν κατά την ανασκαφή του Ιερού. Δέκα περίπου από αυτές, που περιείχαν πληροφορίες για το θέατρο, είχαν ήδη διαβασθεί, όταν τον Αύγουστο του 1882 ο S. Reinach ξεκίνησε την ανασκαφή του θεάτρου. Τότε ήρθαν στο φως οι τρεις σειρές εδωλίων, καθώς και ένα μέρος της ορχήστρας και οι βάσεις της κιονοστοιχίας του προσκηνίου. Ο S. Reinach δημοσίευσε τα γλυπτά και κυρίως τις επιγραφές που ανακαλύφθηκαν κατά την διάρκεια των ανασκαφών.Ο J. Chamonard, που έγινε γνωστός αργότερα με την δημοσίευση της Συνοικίας του θεάτρου, συνέχισε την ανασκαφή το 1892 και το 1893. Ανέσκαψε την περιφέρεια του κοίλου, τη δίοδο, τις ράμπες που οδηγούσαν στα εδώλια, τις παρόδους και ολόκληρο το σκηνικό συγκρότημα. Επεκτείνοντας την ανασκαφή προς τα ΝΔ, αποκάλυψε επίσης ένα από τα ιερά που πλαισίωναν το νότιο τμήμα της πλατείας, στα δυτικά του θεάτρου.Χωρίς να περιμένει τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ανασκαφής του J. Chamonard, oTh. Homolle, διευθυντής των ανασκαφών στο ιερό του Απόλλωνα τότε, γνωστοποίησε το 1894, σε μια ανακοίνωση του στο Δελτίο Ελληνικής Αλληλογραφίας, τα αποτελέσματα των απολογισμών των διαχειριστών του Ιερού, που σχετίζονταν με το θέατρο, «για να θέσει χωρίς καθυστέρηση στη διάθεση του κοινού και του ίδιου του ανασκαφέα τις πληροφορίες που περιείχαν».Εκτιμούσε ότι «το θέατρο της Δήλου αντιστοιχούσε κατά γράμμα στους κανόνες του Βιτρούβιου», για το σχέδιο του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, παρ’ όλο που ο Λατίνος συγγραφέας είχε κάνει λάθος στο δοκίμιο του για την αρχιτεκτονική, «στην ερμηνεία του ρόλου που διαδραμάτιζε κάθε τμήμα ξεχωριστά».Μετά την ανακοίνωση του, ο W. Dòrpfeld, που διηύθυνε τότε τις ανασκαφές στο Θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα και τελείωνε μια μελέτη του για το αρχαίο ελληνικό θέατρο, διευκρίνισε ότι το θέατρο της Δήλου παρείχε μια «νέα και ολοφάνερη επιβεβαίωση» του λάθους του Βιτρούβιου στην ερμηνεία του για το ελληνικό θέατρο.Οι επιγραφές και το ίδιο το θέατρο της Δήλου ενίσχυαν και επιβεβαίωναν τη θεωρία του, σύμφωνα με την οποία οι ηθοποιοί και ο χορός έπαιζαν στην ορχήστρα και όχι στο προσκήνιο.Έτσι λοιπόν το θέατρο της Δήλου κατείχε πλέον μια σημαντική θέση στο προσκήνιο της διεθνούς αρχαιολογικής έρευνας. Παραμένει ακόμα το μοναδικό αρχαίο ελληνικό θέατρο για το οποίο διαθέτουμε σημαντικά αποσπάσματα απολογισμών που αναφέρονται στην κατασκευή του.0 R. Vallois ολοκλήρωσε, το 1911, την ανασκαφή της περιοχής στα νότια του θεάτρου, φέρνοντας έτσι στο φως όλα τα ιερά που βρίσκονται στα νότια της πλατείας του θεάτρου.Το 1912 ανέσκαψε επίσης τον Ξενώνα, άδειασε το κοίλο «από το σωρό χώματος, κομματιών μαρμάρου και ογκολίθων γρανίτη που το γέμιζαν» και άδειασε τη δεξαμενή απ’ όπου ανέσυρε πολλούς λίθους που προέρχονταν από το σκηνικό συγκρότημα.Στο τέλος των εργασιών του 1912, το θέατρο είχε αποκαλυφθεί σε όλη του την έκταση. Ο εντοπισμός πολλών λίθων από την ανωδομή του σκηνικού συγκροτήματος μέσα στην δεξαμενή, οδήγησε στην επανεξέταση της μελέτης του κτιρίου. Την εργασία αυτή ανέλαβε ο R. Vallois, ο οποίος κατέληξε, διατηρώντας κάποιες αμφιβολίες, σε μια μελέτη που δημοσιεύτηκε το 1944 και συμπληρώθηκε πενήντα χρόνια αργότερα με σχέδια του Ph. Fraisse και του Chr. Lianas. Σύμφωνα με τον Vallois, το σκηνικό συγκρότημα ήταν τριώροφο με προεξοχές στο πρώτο και δεύτερο όροφο.Παρ’ όλη τη σπουδαιότητα της όμως, η μελέτη του δεν συμβαδίζει με τις νέες γνώσεις για την αρχιτεκτονική του θεάτρου και τις σύγχρονες απαιτήσεις για την μελέτη των αρχαίων μνημείων. Το κοίλο του είχε μάλλον αγνοηθεί και δεν είχαν μελετηθεί όλοι οι λίθοι που ανήκαν στο θέατρο, η δε αποκατάσταση του σκηνικού συγκροτήματος στηριζόταν στη σύγκριση του με τα θέατρα ή με γραπτές αναπαραστάσεις θεάτρων της Σικελίας και της Ιταλίας, ενώ σήμερα γνωρίζουμε ότι η μορφή των θεάτρων της Δύσης διέφερε από αυτήν των θεάτρων της ηπειρωτικής Ελλάδος και των Κυκλάδων. Ξεκίνησε λοιπόν μια νέα μελέτη στο πλαίσιο των εργασιών της ΓΑΣ από τον αρχιτέκτονα Ph. Fraisse και τον υπογράφοντα, που παρουσιάζει εδώ έναν πρώτο απολογισμό των εργασιών που διεξάγουν από κοινού εδώ και πολλά χρόνια.Μια νέα μελέτηΔεν είναι εύκολο να μελετήσει κανείς εκ νέου ένα μεγάλο και κακοδιατηρημένο μνημείο, το οποίο ανασκάφηκε πολύ γρήγορα. Ο αναλημματικός του τοίχος σώζεται ακόμα σε μεγάλο ύψος, αλλά το υπόλοιπο είναι μάλλον σε κακή κατάσταση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να γνωρίζαμε το είδος και την προέλευση του υλικού που βρέθηκε κατά την ανασκαφή του θεάτρου, όχι μόνο για να το χρονολογήσουμε — πράγμα εύκολο χάρη στους απολογισμούς για την κατασκευή του— αλλά κυρίως για να αποκαταστήσουμε την αρχική του μορφή.Έτσι ενώ διάφοροι λίθοι που έπεσαν από τους τοίχους, όταν αποκαλύφτηκαν, βρίσκονταν, πιθανότατα, κοντά στην αρχική τους θέση, στη συνέχεια μετατοπίστηκαν χωρίς να καταγραφεί ο τόπος εύρεσης τους. Έπρεπε λοιπόν να κατανοήσουμε, όχι μόνο την ιστορία του μνημείου στην αρχαιότητα, αλλά και να προσδιορίσουμε την πορεία των δομικών του υλικών στην σύγχρονη εποχή.Αρχικά, προσπαθήσαμε να συλλέξουμε όσο ήταν δυνατόν τις πολύτιμες πληροφορίες που είχαν αγνοηθεί κατά την μεταφορά των λίθων, συμβουλευόμενοι τα αρχεία, τα σχέδια και τις φωτογραφίες της εποχής των ανασκαφών.Με την βοήθεια Γάλλων και Ελλήνων φοιτητών, αναλάβαμε την ταύτιση, καταμέτρηση και αρίθμηση των διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών που ανήκαν στο θέατρο.0 κατάλογος περιλαμβάνει σήμερα περίπου 4.000 λίθους. Οι περισσότεροι από αυτούς εντοπίστηκαν στο χώρο γύρω από το θέατρο, ενώ άλλοι σε οικίες ή στην περιοχή κοντά στη θάλασσα και κάποιοι στη Μύκονο. Παράλληλα επαναλάβαμε την μελέτη των οικοδομικών λειψάνων που παρέμειναν στην αρχική τους θέση, κάνοντας ένα νέο σχέδιο του θεάτρου και της δεξαμενής, καθώς και φωτογραμμετρήσαμε την ανωδομή του αναλημματικού τοίχου του κοίλου. Η μελέτη των ερειπίων που παρέμειναν στη αρχική τους θέση, αλλά και των διάσπαρτων λίθων, μας βοήθησε να γνωρίσουμε καλύτερα το μνημείο και να καταλήξουμε στις αποκαταστάσεις, οι οποίες διαφέρουν αισθητά από ότι είχε προταθεί ως τώρα.Έπρεπε επίσης να επανεξετάσουμε τις επιγραφές που σχετίζονται με το θέατρο, ξαναβλέποντας τις στήλες που φυλάγονται στο Μουσείο, κάτω από το φως των σημερινών γνώσεων για το αρχαίο θέατρο γενικότερα. Οι επιγραφικές μαρτυρίες διαιρούνται σε δύο κατηγορίες: ορισμένα κείμενα μας, δίνουν πληροφορίες για τη χρήση του κτιρίου και άλλα για την κατασκευή και την συντήρηση του. Αντίστοιχες επιγραφές που προέρχονται από διάφορες ελληνικές πόλεις μας βοηθούν να καταλάβουμε καλύτερα την πρώτη κατηγορία. Η δεύτερη κατηγορία επιγραφών που αποτελούνταν κυρίως από απολογισμούς, βρίσκονται σε μεγάλο αριθμό στη Δήλο. Το θέατρο δεν παρουσιάζει καμία ιδιαιτερότητα συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα δημόσια ή θρησκευτικά κτίρια του νησιού την εποχή της Ανεξαρτησίας. Συγκρινόμενο αντιθέτως με τα άλλα ελληνικά θέατρα, το θέατρο της Δήλου αποτελεί εξαίρεση, χάρη σε αυτούς τους απολογισμούς. Έπρεπε λοιπόν να στραφούμε προς άλλου είδους πηγές, για να καταλάβουμε το νόημα τους, όπως αναθήματα στο θέατρο, τιμητικές επιγραφές για ευεργέτες που χρηματοδότησαν την κατασκευή και την επισκευή κτιρίων και τέλος φιλολογικά κείμενα.Ο συνδυασμός των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν, από τη μια ερευνώντας τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και από την άλλη διαβάζοντας τις επιγραφές που σχετίζονται με αυτά, επιτρέπει σήμερα όχι μόνο να αποκαταστήσουμε τις διάφορες φάσεις του μνημείου, αλλά και να καταγράψουμε την ιστορία της κατασκευής του, των μετατροπών που επιτεύχθηκαν,από τη μία ερευνώντας τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και από την άλλη διαβάζοντας τις επιγραφές που σχετίζονται με αυτά, επιτρέπει σήμερα, όχι μόνο να αποκαταστήσουμε τις διάφορες φάσεις του μνημείου, αλλά και να καταγράψουμε την ιστορία της κατασκευής του, των μετατροπών που υπέστη, της χρήσης και της καταστροφής του.
Η ιστορία της κατασκευής
Κατά την κλασική περίοδο δεν υπήρχε κτιστό θέατρο στη Δήλο. Οι μουσικοί αγώνες διεξάγονταν τότε στο ιερό του Απόλλωνα, σε προσωρινές κατασκευές, ίσως κοντά στον περίφημο Κεράτινο Βωμό, που έχτισε ο ίδιος ο θεός, όπου ορισμένες πηγές τοποθετούν έναν απίθανο μουσικό αγώνα, κατά τον οποίον αναμετρήθηκαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος.Η κατασκευή του θεάτρου ξεκίνησε λίγο μετά το 314, όταν οι Δήλιοι ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Η απόφαση ελήφθη από την Εκκλησία του Δήμου, η οποία υιοθέτησε ένα σχέδιο που υλοποιήθηκε σταδιακά και υπέστη πολλές μετατροπές κατά τη διάρκεια των 70 χρόνων της εκτέλεσης του.Οι εργασίες που θα πραγματοποιούνταν κάθε χρονιά ορίζονταν με κλήρο και ένας αρχιτέκτονας, που οριζόταν από το ιερό, συνέτασσε τους όρους του συμβολαίου που περιείχαν όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες για τους εργολάβους του εργοταξίου. Μια ή περισσότερες επιτροπές, αποτελούμενες από πρόσωπα που παρέμεναν υπεύθυνα ως την ολοκλήρωση των εργασιών, μπορούσαν να συγκροτηθούν για να επιβλέπουν την εκτέλεση του σχεδίου. Οι επίτροποι και ο αρχιτέκτονας βοηθούσαν τους ιεροποιούς στην ανάθεση των εργασιών, την αγορά του υλικού και την επίβλεψη του εργοταξίου.Ο χώρος που επελέγη για την κατασκευή του θεάτρου, βρισκόταν, στην αρχή της περιόδου της Ανεξαρτησίας, στην περιφέρεια του αστικού οικισμού, στη δυτική πλευρά του λόφου, που ονομάζεται στις μέρες μας «Λόφος του Θεάτρου». Εκμεταλλευόμενοι την κλίση του εδάφους, οι Δήλιοι μπόρεσαν να οικοδομήσουν το κοίλο σε ένα φυσικό ύψωμα και να εγκαταστήσουν την ορχήστρα και το σκηνικό συγκρότημα σε έδαφος περίπου επίπεδο.
Ένα πρώτο ταπεινό οικοδόμημα
Στην πρώτη του φάση το μνημείο ήταν ταπεινό, κατασκευασμένο κυρίως από ξύλο. Το σκηνικό συγκρότημα της πρώτης δεκαετίας του 4ου αι. αποτελούνταν από μια σκηνή και ένα ξύλινο προσκήνιο, του οποίου οι δώδεκα πεσσοί στηρίζονταν σε μαρμάρινες βάσεις, που διατηρούνται ακόμη στην αρχική τους θέση. Τα μετακιόνια διαστήματα έκλειναν με ξύλινους πίνακες. Οι θεατές παρακολουθούσαν πιθανότατα από το λόφο.
Το πρώτο λίθινο σκηνικό συγκρότημα
Στην αρχή του 3ου αι. χτίστηκε ένα λίθινο σκηνικό συγκρότημα, αποτελούμενο, όπως και το προγενέστερο του, από μια σκηνή και ένα προσκήνιο. Η σκηνή ήταν διώροφη, ορθογωνίου σχήματος. Στο ισόγειο, μια πόρτα άνοιγε στο μέσον της πίσω πλευράς και τρεις στη στοά του προσκηνίου. Ο πρώτος όροφος ήταν στο ύψος της επίπεδης στέγης του προσκηνίου. Η πρόσοψη, που ήταν στραμμένη προς την ορχήστρα, είχε τρία μεγάλα ανοίγματα. Η στέγη του σκηνικού συγκροτήματος ήταν δίριχτη.Προς την πλευρά της ορχήστρας, ένα προσκήνιο από παριανό μάρμαρο προστέθηκε στο ισόγειο της σκηνής. Οι δώδεκα πεσσοί με δωρικούς ημικίονες τοποθετήθηκαν στις βάσεις που στήριζαν άλλοτε την κιονοστοιχία του ξύλινου προσκήνιου. Ταυτίστηκαν τμήματα όλων των αρχιτεκτονικών μελών του, όπως ένας κορμός μονολιθικού πεσσού, ένα κιονόκρανο με τρεις ιμάντες, επιστύλιο, ζωφόρος που διακοσμείτο με τρίποδες και βουκράνια που εναλλάσσονταν (εικ. 9) και γείσο με ψευτοακροκέραμα. Η άνοδος στο λογείο γινόταν αποκλειστικά από μια ξύλινη κλίμακα στη βόρεια άκρη του προσκηνίου.Τα μετακιόνια διαστήματα της στοάς μπορούσαν να κλειστούν με κινητά στοιχεία, που είναι γνωστά από τα ίδια τα ερείπια του μνημείου, καθώς και από τους απολογισμούς και τα ευρετήρια του Ιερού του Απόλλωνα. Το κεντρικό μετακιόνιο διάστημα έκλεινε με μια δίφυλλη πόρτα, που μπορούσε να καλυφθεί από έναν πίνακα.Στα δύο μετακιόνια διαστήματα μπροστά από τις πλάγιες θύρες της σκηνής προσαρμόζονταν ελαφροί πίνακες με οριζόντιους σύρτες, που άλλαζαν κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Τα υπόλοιπα μετακιόνια διαστήματα κλείνονταν με πιο χοντρούς πίνακες, τους οποίους συγκρατούσαν ισχυρές σφήνες. Όλοι αυτοί οι πίνακες ήταν από ξύλο έλατου και η όψη τους, που ήταν προς την πλευρά της ορχήστρας, έφερε γραπτή διακόσμηση, που το 282 κόστιζε 100 δραχμές για τον καθένα.Όταν οι ηθοποιοί βρίσκονταν μέσα στη στοά του προσκηνίου, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τους θεατές, χάρη στην κλειστή στοά, μπορούσαν να βγουν στην ορχήστρα, όπου έπαιζαν συνήθως, με διάφορους τρόπους: περνώντας πεζοί την κεντρική θύρα ή τα δυο πλευρικά ανοίγματα, που δημιουργούσαν αφαιρώντας τους ελαφρούς πίνακες· χρησιμοποιώντας μια από αυτές τις τρεις εισόδους, πάνω σε εκκύκλημα το οποίο σπρωχνόταν στην ορχήστρα, ώστε να αναπαρασταθούν με συμβατικό τρόπο οι σκηνές που υποτίθεται ότι εκτυλίσσονταν στο εσωτερικό· περνώντας, τέλος, από ένα από τα δυο υπόγεια περάσματα, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα ανάμεσα στο δάπεδο της στοάς του προσκηνίου και την ορχήστρα.Η κατασκευή αυτού του λίθινου σκηνικού συγκροτήματος γύρω στο 280 κράτησε αρκετά χρόνια. Το 282 παρήγγειλαν νέους πίνακες για το νέο προσκήνιο, το 279 ασχολήθηκαν με την κατασκευή ενός περιστρεφόμενου εκκυκλήματος, καθώς και με τον όροφο και τη στέγη της σκηνής.
Η μετατροπή του λίθινου σκηνικού συγκροτήματος
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του σκηνικού συγκροτήματος, οι Δήλιοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν μια στοά με μαρμάρινους δωρικούς πεσσούς γύρω από τις πλευρές και το πίσω μέρος της σκηνής. Για να συνδεθεί η στοά με το προσκήνιο, πρόσθεσαν ένα μετακιόνιο διάστημα στις άκρες της κιονοστοιχίας, που απέκτησε έτσι δεκατρία μετακιόνια διαστήματα. Το 274 η επέκταση του προσκηνίου βρισκόταν σε εξέλιξη, ενώ το 269 κατασκευαζόταν η στοά των πεσσών.
Η χρονοβόρα κατασκευή του κοίλου
Η μετατροπή του σκηνικού συγκροτήματος είχε, όπως φαίνεται, ολοκληρωθεί σε διάστημα 15 χρόνων όταν, το 250, κάποιος Νεογένης πληρώθηκε 5 δραχμές για να χαράξει στο επιστύλιο του προσκηνίου την αναθηματική επιγραφή του θεάτρου, από την οποία σώζονται αρκετά τμήματα.Η κατασκευή του κοίλου, όμως, δεν είχε τελειώσει. Στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει στις αρχές του 3ου αι. με την κατασκευή θρόνων στην περιφέρεια της ορχήστρας. Αν και κανένας θρόνος δεν βρέθηκε κατά την ανασκαφή του θεάτρου, τρία καθίσματα με ερεισίνωτο εντοπίστηκαν διάσπαρτα ή σε δεύτερη χρήση στη Δήλο, το ένα εκ των οποίων στη Συναγωγή (εικ. 13).Για να στερεώσουν τα λίθινα εδώλια στο λόφο, έπρεπε εν μέρει να σκάψουν και εν μέρει να προσθέσουν χώμα, που θα συγκρατούνταν από έναν αναλημματικό τοίχο. Το 279 οι εργασίες βρίσκονταν σε εξέλιξη. Αυτό το γνωρίζουμε, καθώς ένας εργολάβος, υπεύθυνος του εργοταξίου, είχε αναλάβει να χτίσει ένα τμήμα του περιφερειακού τοίχου του κοίλου, αλλά το έργο που παρέδωσε δεν αντιστοιχούσε απόλυτα στις προδιαγραφές της παραγγελίας. Καταδικάστηκε, λοιπόν, να πληρώσει πρόστιμο 175 δραχμών, που ρυθμίστηκε από τον εγγυητή του (IGXI 2, 161, Α, σειρά 40-42).Για το κοίλο οι Δήλιοι είχαν εγκρίνει ένα πρωτότυπο σχέδιο: τα εδώλια θα διαιρούνταν από μια δίοδο, η πρόσβαση στην οποία θα γινόταν αποκλειστικά από μια ράμπα στη βόρεια πλευρά. Κάτω από τη δίοδο, τα εδώλια θα σχημάτιζαν ημικύκλια, ενώ πάνω από αυτή, η προέκταση τους θα μειωνόταν προοδευτικά προς την κορυφή του κοίλου.Το ανώτατο τμήμα θα οριζόταν από έναν τοίχο, που θα ακολουθούσε όχι την περιφέρεια του κύκλου αλλά σχεδόν ένα τμήμα παραβολής της. Στην κορυφή του τοίχου θα βρισκόταν ένας περιφερειακός διάδρομος, στον οποίο θα έφταναν μέσω μιας δεύτερης ράμπας. Τα λατομεία μαρμάρου, που βρίσκονταν κοντά στο εργοτάξιο, στην Γλαστρωπή και στον Λόφο του θεάτρου, θα προμήθευαν το απαιτούμενο υλικό για την κατασκευή ολόκληρου του αναλημματικού τοίχου. Η υπόλοιπη κατασκευή θα ήταν επίσης μαρμάρινη, τουλάχιστον στα ορατά τμήματα της.Επρόκειτο για ένα φιλόδοξο σχέδιο της μικρής πολιτείας της Δήλου, δαπανηρό στην εκτέλεση του και δύσκολο στην προσαρμογή του στο χώρο. Είχε όμως αρκετά θετικά στοιχεία. Το σχέδιο του κοίλου είχε το πλεονέκτημα να συγκεντρώνει στη μέση τους πιο απομακρυσμένους από την ορχήστρα θεατές και να περιορίζει το ύψος των αναλημματικών τοίχων.Η ανέγερση των τοίχων πρέπει να είχε ολοκληρωθεί όταν, το 276, καταβλήθηκαν χρήματα για την κατασκευή του πρώτου εδωλίου. Μέσα σε οκτώ χρόνια το πολύ, κατασκευάστηκαν ο αγωγός γύρω από την ορχήστρα, οι είκοσι επτά σειρές εδωλίων του κάτω διαζώματος και οι οκτώ κλίμακες που το διαιρούσαν σε επτά κερκίδες. Η πρώτη και η τελευταία σειρά εδωλίων είχαν ερεισίνωτο.Το 269 είχαν ολοκληρωθεί τα εδώλια του πρώτου διαζώματος. Κατασκευάστηκε επίσης η δίοδος, ενώ επισκευάστηκε, έναντι 48,5 δραχμών, το δάπεδο της ορχήστρας, πάνω στο οποίο εργάζονταν τα συνεργεία. Την ίδια χρονιά ή λίγο αργότερα, αποπερατώθηκε η τελευταία φάση της μετατροπής του σκηνικού συγκροτήματος και ανεγέρθηκαν μνημειώδεις πόρτες στις παρόδους, ανάμεσα στον αναλημματικό τοίχο και τα άκρα του προσκηνίου. Για είκοσι περίπου χρόνια οι Δήλιοι χρησιμοποιούσαν ένα θέατρο με το κοίλο μισοτελειωμένο και το σκηνικό συγκρότημα να έχει υποστεί δυο μετατροπές.Το 250 οι εργασίες ξανάρχισαν. Η δίοδος ολοκληρώθηκε και ξεκίνησε η κατασκευή των εδωλίων του άνω διαζώματος. Τα εδώλια αυτά κατασκευάστηκαν πάνω από τις πέντε κεντρικές κερκίδες του κάτω διαζώματος. Το 246 είχαν αποπερατωθεί τα εδώλια του άνω διαζώματος και τα συνεργεία εργάζονταν για τη σειρά καθισμάτων με ερισείνωτο, που βρισκόταν στην κορυφή των μεσαίων κερκίδων, καθώς και στον περιφερειακό διάδρομο και στο άνω μέρος του αναλημματικού τοίχου.Εκείνη την εποχή τροποποιήθηκε ελαφρά το αρχικό σχέδιο για το κοίλο: αποφασίστηκε να κατασκευαστεί στη νότια πλευρά μια ράμπα ανόδου προς τη δίοδο, συμμετρικά ως προς την ήδη υπάρχουσα της βόρειας πλευράς, και να ανεγερθούν μνημειώδεις θύρες στην κορυφή τους. Οι ράμπες γίνονταν έτσι τρεις. Το έργο είχε σίγουρα ολοκληρωθεί πριν το 240, ίσως και από το 245.
Το αποτέλεσμα εργασιών εβδομήντα χρόνων
Μετά από εργασίες εβδομήντα χρόνων με αρκετές διακοπές, οι Δήλιοι είχαν αποκτήσει ένα θέατρο, που είχε τα κύρια χαρακτηριστικά των θεάτρων της ελληνιστικής Ανατολής. Το σκηνικό συγκρότημα αποτελούνταν από μια ορθογώνια διώροφη σκηνή και ένα δωρικό προσκήνιο με δεκατέσσερις πεσσούς με ημικίονες. Η πρόσβαση στην επίπεδη στέγη του προσκηνίου γινόταν είτε από τρία ανοίγματα στον όροφο της σκηνής, είτε από μια εξωτερική ξύλινη κλίμακα. Μια στοά από πεσσούς υψωνόταν στα πλάγια και στο πίσω μέρος της σκηνής. Δυο πάροδοι, που έκλειναν με καγκελόφραχτες πύλες, οδηγούσαν στην ορχήστρα, η οποία είχε σχήμα κύκλου τεμνόμενου από το σκηνικό συγκρότημα που καταλάμβανε τμήμα της ορχήστρας. Δυο υπόγεια περάσματα, που ξεκινούσαν από τη στοά του προσκηνίου, οδηγούσαν στην ορχήστρα. Περιμετρικά στην ορχήστρα ήταν τοποθετημένοι θρόνοι και πίσω τους υπήρχε ένας αγωγός, ο οποίος οδηγούσε τα νερά της βροχής, που έπεφταν στο κοίλο, σε μια μεγάλη δημόσια δεξαμενή στα δυτικά του θεάτρου.Το κοίλο είχε σαράντα τρεις σειρές εδωλίων στον άξονα, που χωρίζονταν σε δυο μέρη από μια δίοδο. Το κάτω διάζωμα αριθμούσε είκοσι πέντε σειρές εδωλίων, ανάμεσα σε δυο σειρές με ερεισίνωτο, που η μια βρισκόταν ακριβώς πάνω από την ορχήστρα και η άλλη ακριβώς κάτω από τη δίοδο. Το κοίλο χωριζόταν σε επτά κερκίδες με οκτώ κλίμακες, που είχαν δυο σκαλοπάτια ανά εδώλιο. Επτά κλίμακες διαιρούσαν το άνω διάζωμα σε οκτώ κερκίδες. Οι θεατές, που μπορούσαν να είναι πέντε ή έξι χιλιάδες, έφταναν στις θέσεις τους περνώντας από τις παρόδους και την ορχήστρα- μπορούσαν ακόμη να ανέβουν από τις δυο ράμπες που οδηγούσαν στη δίοδο, ή από τη ράμπα της κορυφής, που οδηγούσε στον περιφερειακό διάδρομο, πάνω από το άνω διάζωμα.Στα δυτικά του θεάτρου εκτεινόταν μια μεγάλη πλατεία, όπου μπορούσε να συγκεντρωθεί το κοινό πριν από τις παραστάσεις. Η λεγόμενη Οδός του Θεάτρου, η σημαντικότερη οδική αρτηρία της πόλης του 3ου αι., οδηγούσε στην πλατεία. Στα βόρεια της πλατείας υψώνονταν οικίες, ενώ ο χώρος στα νότια καταλήφθηκε σιγά-σιγά από ιερά. Στο πιο σημαντικό από αυτά βρέθηκαν αναθηματικές επιγραφές στον Διόνυσο, τον Ερμή και τον Πάνα, που χρονολογούνται, η μια στα 127/6 {ID 1907) και η άλλη στα 98/7 {ID 2400). Ο περίβολος του ιερού περιέκλειε έναν ναό με μια πλακόστρωτη οδό και μια στοά. Το θέατρο και ο ναός θα πρέπει να σχετίζονταν άμεσα μεταξύ τους.
Τα αναθήματα στο θέατρο
Το θέατρο, όπως η αγορά ή το ιερό, ήταν χώρος κατάλληλος για την ίδρυση τιμητικών αγαλμάτων και για την προσφορά αναθημάτων προς τις θεότητες που λατρεύονταν εκεί. Το παλαιότερο άγαλμα που ιδρύθηκε στο θέατρο της Δήλου ήταν πιθανότατα ένας ανδριάντας του Φιλέταιρου της Περγάμου, αφιερωμένος από τον διάδοχο και ανιψιό του Ευμένη Α’, στα μέσα περίπου του 3ου αι. (IGXI 4, 1106). Το άγαλμα ήταν στημένο στην άκρη της ορχήστρας, μπροστά στο προσκήνιο, όπως και ο χάλκινος ανδριάντας του αυλητή Σατύρου του Σάμιου, που ανετέθη από τον Δήμο των Δηλίων γύρω στο 200 (IGXI 4, 1079). Το άγαλμα του διάσημου μουσικού δεν σώζεται, υπάρχει όμως ακόμα η υψηλή βάση του, διακοσμημένη με ένα στέφανο, πλαισιωμένο από δυο τρίποδες.Άλλα μεταγενέστερα αναθήματα τοποθετήθηκαν στην άκρη της ορχήστρας, στις κεφαλές του αναλημματικού τοίχου του κοίλου και, πιθανότατα, στις παρόδους. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ένα ζεύγος μαρμάρινων τριπόδων (εικ. 16) και πολλές βάσεις, μία από τις οποίες φέρει αναθηματική επιγραφή προς τιμήν του Διονύσου και των Μουσών, από έναν άρχοντα στο τέλος της θητείας του, που είχε νικήσει σε διαγωνισμό δραματικής ποίησης {ID 1959).
Η χρήση του θεάτρου
Τα περισσότερα, αν όχι όλα τα αναθήματα, συνδέονταν με τη χρησιμοποίηση του θεάτρου για συναυλίες ή δραματικές παραστάσεις. Αρχικά, όλα αυτά τα θεάματα διεξάγονταν στα πλαίσια αγώνων με καθορισμένο πρόγραμμα, που γιορταζόταν προς τιμήν διαφόρων θεών, κάθε χρόνο, κάθε δυο ή κάθε τέσσερα χρόνια. Την ελληνιστική εποχή αυξήθηκε ο αριθμός των αγώνων σε όλον τον ελληνικό κόσμο. Αυτοί οργανώνονταν όχι μόνο προς τιμήν των θεών, αλλά και προς τιμήν των βασιλέων. Άρχισαν όμως να οργανώνονται και θεάματα ανεξάρτητα από τους αγώνες, εξαιτίας της αυξανόμενης ζήτησης εκ μέρους του κοινού. Η χρήση του θεάτρου της Δήλου φανερώνει αυτήν την εξέλιξη.Εκτός από τις απλές παραστάσεις που δίνονταν από καλλιτέχνες,το θέατρο φιλοξενούσε τους μουσικούς αγώνες των Απολλώνιων και των Διονυσίων, προς τιμήν του Απόλλωνα και του Διονύσου, καθώς και άλλους αγώνες προς τιμήν διαφόρων βασιλέων. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε γι’ αυτές τις γιορτές είναι πολύ περισσότερες για την εποχή της Ανεξαρτησίας της Δήλου (314-167), παρά για την εποχή μετά το 167, όταν η Δήλος βρισκόταν υπό αθηναϊκή κυριαρχία.
Η γιορτή προς τιμήν τον Απόλλωνα
Κάθε χρόνο, το μήνα Ιερό (Φεβρουάριος – Μάρτιος), οι Δήλιοι της περιόδου της Ανεξαρτησίας γιόρταζαν τα Απολλώνια. Η γιορτή περιλάμβανε θυσία, αγώνες, συναυλίες επαγγελματιών καλλιτεχνών και χορό γυναικών, των Δηλιάδων, που χόρευαν υπό τον ήχο του αυλού, κρατώντας δαυλούς.Επίσης περιλάμβανε γυμνικούς αγώνες και έναν αγώνα στον οποίο έπαιρναν μέρος χοροί αγοριών με τη συνοδεία αυλητών. Οι νικητές κέρδιζαν χρηματικά έπαθλα. Η γιορτή αποτελούσε επίσης ευκαιρία για τους καλλιτέχνες να οργανώσουν διάφορα θεάματα προς τιμήν του Απόλλωνα. Δεκαεπτά ειδικότητες αναφέρονται στους καταλόγους που έχουμε στη διάθεση μας. Υπάρχουν μεταξύ αυτών πολλά καλλιτεχνικά είδη που δεν έγιναν ποτέ δεκτά στους αγώνες ή που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα αργά στην αυτοκρατορική περίοδο. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των παραστάσεων από καλλιτέχνες που έπαιζαν άρπα ή γελωτοποιούς, ηθοποιούς παντομίμας και μαριονέτας (ψάλται, θαυματοποιοί, ρωμαϊσταί, ορχησταί, νευροσπάσται).Η γιορτή συνεχίστηκε και μετά το 167, μαζί με έναν αγώνα προς τιμήν της Αθηνάς. Δεν υπάρχει κανένα κείμενο που να αναφέρει, γι’ αυτήν την περίοδο, μουσικούς αγώνες, μουσικές παραστάσεις, ή τον χορό των Δηλιάδων. Τίποτα όμως, δεν μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε ότι το μουσικό τμήμα των αγώνων παραλείφθηκε όταν το νησί περιήλθε στην αθηναϊκή κυριαρχία.
Η γιορτή προς τιμήν τον Διονύσου
Την εποχή της Ανεξαρτησίας, τα Διονύσια γιορτάζονταν κάθε χρόνο το μήνα Γαλαξίωνα ( Μάρτιο – Απρίλιο).Στις 12 του μηνός γινόταν η πομπή ενός αγάλματος με μορφή πτηνού, του οποίου το κεφάλι και ο λαιμός είχαν αντικατασταθεί από έναν φαλλό. Το άγαλμα τοποθετούνταν πάνω σε άρμα που έσερναν ζώα. Η φαλλοφορία ξεκινούσε από το ιερό του Διονύσου, που βρισκόταν στα ΒΑ του Ιερού του Απόλλωνα, και κατευθυνόταν προς την κοιλάδα του Ινωπού, περνώντας ανατολικά του Λόφου του θεάτρου. Το άρμα έφτανε στο θέατρο από τη νότια πάροδο, εκτός κι αν σταματούσε στο ιερό του Διονύσου, του Ερμή και του Πάνα. Κανένα κείμενο, μεταγενέστερο του 167, δεν αναφέρει τη φαλλοφορία στη Δήλο, αλλά η απουσία κάποιας αναφοράς δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αναμόρφωση των τελετών.Στις πλευρές της οδού που ακολουθούσε η πομπή, οι χορηγοί είχαν ιδρύσει αναμνηστικά μνημεία των νικών τους, όπως στην Αθήνα κατά μήκος της οδού των Τριπόδων. Οι διάσημες βάσεις που φέρουν τους φαλλούς, ανήκαν σε αυτά τα χορηγικά αναθήματα. Μια από αυτές είναι διακοσμημένη με ένα ανάγλυφο πτηνό που το κεφάλι του έχει σχήμα φαλλού, όπου αναγνωρίζουμε την εικόνα του πομπικού αγάλματος του Διονύσου (εικ. 17).Οι αγώνες των Διονυσίων της εποχής της Ανεξαρτησίας περιλάμβαναν διαγωνισμό χορού αγοριών και παραστάσεις κωμωδιών και τραγωδιών. Δυο θίασοι διεκδικούσαν τη νίκη σε κάθε αγώνα. Συνήθως, κάθε θίασος χρηματοδοτούνταν από δυο πολίτες, βοηθούμενους από έναν μέτοικο στους δραματικούς αγώνες.
Οι γιορτές προς τιμήν των βασιλέων και άλλα θεάματα
Το Κοινό των Νησιωτών των Κυκλάδων, που ιδρύθηκε το 315/4 υπό την αιγίδα του Αντιγόνου του Α’, οργάνωσε προς τιμήν πολλών βασιλέων αγώνες που περιλάμβαναν μουσικά αγωνίσματα.Ένα ψήφισμα (IGXI 4, 1036 ) που επικυρώθηκε το 306 ή λίγο αργότερα, θέσπισε προς τιμήν του Δημητρίου του Πολιορκητή τα Δημήτρεια, που εναλλάσσονταν κάθε χρόνο με τα ήδη υπάρχοντα τότε Αντιγόνεια, προς τιμήν του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου. Το κείμενο προσδιορίζει ότι η γιορτή περιλαμβάνει θυσία και αγώνες με χρηματικά έπαθλα, στους οποίους λαμβάνουν μέρος επαγγελματίες καλλιτέχνες, που αμείβονταν από το ταμείο του Κοινού. Η αναφορά αρκεί για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη μουσικών αγωνισμάτων, αλλά κανένα έγγραφο δεν μας επιτρέπει να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτά. Γύρω στο 280 ιδρύθηκαν τα Πτολεμαία, προς τιμήν του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Σωτήρος. Η γιορτή ήταν πιθανότατα ετήσια και περιλάμβανε έναν διαγωνισμό τραγωδίας, ο οποίος αποτελούσε την ευκαιρία για την αναγόρευση των τιμητικών στεφάνων, που απονέμονταν από το Κοινό (IGXI 4, 1043, σειρές 14-16).Για την εποχή της Ανεξαρτησίας, τα ονόματα των καλλιτεχνών και οι μουσικές παραστάσεις τους που παρουσιάζονταν εκτός αγώνων προς τιμήν του Απόλλωνα, μας είναι γνωστές από επιγραφές. Κάποιοι από αυτούς τους καλλιτέχνες, και πολλοί άλλοι ακόμα, τιμήθηκαν με ψηφίσματα της πολιτείας. Δεκαπέντε τέτοια ψηφίσματα μας είναι γνωστά και σε αυτά πρέπει να προστεθεί το άγαλμα του αυλητή Σατύρου, που ιδρύθηκε στο θέατρο από τον Δήμο των Δηλίων, προφανώς μετά από διάφορες παραστάσεις του (ΙGXI 4, 1079).Τρία ψηφίσματα των Αθηναίων που κατοικούσαν στη Δήλο μαρτυρούν ότι η συνήθεια μουσικών παραστάσεων έξω από κάθε αγωνιστικό πλαίσιο διατηρήθηκε στη Δήλο και μετά το 167 και είναι μάλιστα πιθανό να γενικεύτηκε. Το αρχαιότερο από αυτά τα κείμενα τιμά, το 165/4, τον Αμφικλή από τη Ρήνεια, μουσικό και ποιητή, που έδωσε πολλές παραστάσεις και συνέθεσε για την πολιτεία έναν πομπικό ύμνο προς τους θεούς-προστάτες του νησιού και τον Δήμο των Αθηναίων (ID 1497). Τοδεύτερο,πουδεσώζεταισεκαλήκατάσταση, επαινεί, το 147/6 έναν μουσικό που έμεινε δυο φορές στο νησί (ID 1502). Το τρίτο τιμά, το 145/4 έναν νέο επικό ποιητή, τον Αρίστωνα από τη Φώκαια, που έδωσε αρκετές παραστάσεις στο εκκλησιαστήριο και στο θέατρο (ID 1506).
Η εγκατάλειψη του θεάτρου
Το θέατρο χρησιμοποιήθηκε για μικρό, σχετικά, χρονικό διάστημα. Εγκαταλείφθηκε σε λιγότερο από δυο αιώνες μετά την αποπεράτωση του, στα μέσα του 3ου αι., εξαιτίας της λεηλασίας των στρατιωτών του Μιθριδάτη το 88 ή των πειρατών του Αθηνόδωρου το 69. Δυο κανάλια συνδέθηκαν με το βόρειο αγωγό τροφοδοσίας της δεξαμενής. Το ένα τροφοδοτούσε μια μικρή δεξαμενή σκαμμένη στη βόρεια πάροδο. Το άλλο κατέληγε σε ένα από τα δύο υπόγεια περάσματα, που είχε μετατραπεί σε δεξαμενή. Η εποχή αυτών των μετατροπών δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις, όπως η απουσία μαρτυριών για τη χρησιμοποίηση του θεάτρου μετά το 88 και η ανακάλυψη μέσα στα δυο υπόγεια περάσματα, υλικού παρόμοιου με αυτό των οικιών που εγκαταλείφθηκαν το 69, οι οποίες μας επιτρέπουν να τοποθετήσουμε αυτές τις μετατροπές λίγο μετά το 88. Η σκηνή ξαναχρησιμοποιήθηκε μερικώς, ενώ το κοίλο και η δεξαμενή παρείχαν οικοδομικό υλικό στους κατοίκους του νησιού. Η εβραϊκή κοινότητα μετέφερε στη Συναγωγή τον ωραιότερα διακοσμημένο θρόνο της ορχήστρας. Οι κάτοικοι ενός σπιτιού στα βόρεια του θεάτρου πήραν έναν άλλο θρόνο κι ένα φρεατοστόμιο από τη δεξαμενή. Άλλοι πήραν κομμάτια εδωλίων, τα οποία εντοπίσαμε στο δυτικό τμήμα της συνοικίας του θεάτρου που κατοικείτο στην αυτοκρατορική εποχή.
Η πρόταση αναστήλωσης
Η ανασκαφή ενός μνημείου, η ανασύνθεση της ιστορίας του και η έκθεση των αποτελεσμάτων σε μια μονογραφία που απευθύνεται στους ειδικούς, δεν αποτελούν το μοναδικό ενδιαφέρον του αρχαιολόγου, που δεν θα πρέπει να αδιαφορεί για τη διάδοση των αποτελεσμάτων της μελέτης του στο ευρύ κοινό, ούτε για τη συντήρηση και την αποκατάσταση του μνημείου στο οποίο εργάζεται. Η μελέτη επιτρέπει την ανάπτυξη σχεδίων αποκατάστασης και παρουσίασης των μνημείων, που διευκολύνουν τους επισκέπτες να τα κατανοήσουν.Μέχρι στιγμής έχουμε τακτοποιήσει όλους τους λίθους του σκηνικού συγκροτήματος. Ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, που βρέθηκαν σε κομμάτια, συγκολλήθηκαν. Συνδέθηκαν τα τμήματα του θριγκού της θύρας της νότιας ράμπας που οδηγούσε στη δίοδο. Τρία από τα φρεατοστόμια της δεξαμενής του θεάτρου αποκαταστάθηκαν και παρουσιάζονται στο άκρο της δεξαμενής.Σχεδιάζονται και άλλες επεμβάσεις μεγαλύτερης κλίμακας.Η μελέτη του σκηνικού συγκροτήματος επέτρεψε να προτείνουμε τη μερική αναστύλωση των τοίχων της σκηνής και τριών κιόνων του προσκηνίου . Η επικείμενη ολοκλήρωση των εργασιών στο κοίλο θα επιτρέψει να υποβάλουμε προτάσεις και για τα εδώλια. Τέλος, θα ήταν καλό να ελευθερωθεί ολόκληρη η πλατεία, που εκτείνεται στα δυτικά του θεάτρου, από τους λίθους που την κατακλύζουν. Θα ήταν επίσης θεμιτό να συντηρηθούν τα μνημεία που βρίσκονται στα νότια της πλατείας αυτής.Θα ήταν όμως λυπηρό, αν ο μοναδικός στόχος αυτών των σχεδίων ήταν η επαναλειτουργία του θεάτρου για να φιλοξενήσει σύγχρονες παραστάσεις. Οι επεμβάσεις αυτές θα έπρεπε κυρίως να στοχεύουν στο να καταστήσουν κατανοητές στους επισκέπτες τις ιδιαιτερότητες του ελληνιστικού θεάτρου, παρουσιάζοντας με τον καλύτερο τρόπο τα ερείπια που σώζονται στην αρχική τους θέση, καθώς και τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκουν στο θέατρο.Ένα αρχαίο ελληνικό θέατρο, ακόμα και σε καλή κατάσταση — κάτι που δε συμβαίνει στην περίπτωση του θεάτρου της Δήλου— δεν προσφέρεται για σύγχρονες παραστάσεις. Δεν ανταποκρίνεταιστις σύγχρονες απαιτήσεις για άνεση και ασφάλεια των θεατών και δεν προσφέρει τον κατάλληλο σκηνικό χώρο στους καλλιτέχνες. Η επαναχρησιμοποίηση των μνημείων γίνεται δυνατή μόνο με την αλλοίωση τους. Μειώνοντας όμως το χάσμα ανάμεσα στο αρχαίο και το σύγχρονο, η μετατροπή αυτού του είδους καταστρέφει, μερικώς τουλάχιστον, το αντικείμενο που επιδιώκει να καταστήσει προσιτό. Αν και τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι συχνά παρόμοια με αυτά της αναστήλωσης, οι στόχοι είναι εντελώς διαφορετικοί.Οι μετατροπές που στοχεύουν στην επαναχρησιμοποίηση του αρχαίου θεάτρου, τείνουν να του προσδώσουν τις δυνατότητες μιας σύγχρονης αίθουσας θεάματος. Η αναστύλωση, αντιθέτως, προσπαθεί να δείξει, ή έστω να προτείνει, μια υπόθεση για την αρχική μορφή του οικοδομήματος. Καθιστά, δηλαδή, κατανοητή την ιδιαιτερότητα που αναιρεί η επαναλειτουργία.Ας ελπίσουμε ότι ο νησιωτικός χαρακτήρας της Δήλου και η ένταξη του αρχαιολογικού χώρου στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά από την UNESCO, θα διατηρήσουν αναλλοίωτη την αυθεντικότητα του θεάτρου από την απειλή μιας σύγχρονης επαναλειτουργίας του.
Jean – Charles Moretti
Πηγή: Εφημερίδα «Η Μυκονιάτικη», (ειδικό αφιέρωμα, Νοέμβριος 2000)
http://www.kykladesnews.gr/default.asp?pid=4&la=1&cID=0&nID=6251