Πάνε δέκα μέρες που φυλλομετρώ κάθε πρωί ένα βιβλίο που περίμενα εδώ και καιρό να πιάσω στα χέρια μου. Τα Παραμιλητά του Παναγιώτη Κουσαθανά, ο τέταρτός τους τόμος συγκεκριμένα, ευτύχησαν να εκδοθούν και είναι ένας άθλος 912 σελίδων: για τον συγγραφέα, για τον εκδότη κ. Μανώλη Βελιτζανίδη της Ινδίκτου, για τον Δήμο της Μυκόνου που στέκεται αρωγός μέσω της ΚΔΕΠΠΑΜ σε μια τέτοια μεγάλη προσπάθεια. Να σημειώσουμε ότι πρόκειται συνολικά να εκδοθούν 9 τόμοι και ότι η Ίνδικτος τα τελευταία 18 χρόνια έχει καταστεί μια φιλόξενη ποιοτική γωνιά για τα γράμματα της Μυκόνου.
Πάνε δέκα πρωινά που πίνω τον καφέ μου κολυμπώντας στις ζωογόνες σελίδες του που δροσίζουν την ψυχή μου. Το μολυβάκι μου, το απαραίτητο και σημαντικό αυτό εργαλείο ανάγνωσης, όλο και μικραίνει από τις υπογραμμίσεις και τις αναφορές που φέρνουν αλλεπάλληλα ξυσίματα.
Τα Παραμιλητά, το ξέρουμε ήδη κι από τα προηγούμενα του Παναγιώτη, δεν χρειάζεται να τα διαβάσεις με την κανονική τους ροή, σελίδα τη σελίδα. Μπορείς τυχαία να βουτάς στα νερά τους και να ταξιδεύεις σε λέξεις, σε ιστορίες, μνήμες, καταγραφές, ιστορικά και προσωπικά αφηγήματα. Είναι όπως ο ίδιος τα ορίζει «Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου». Ο Δ’ τόμος ιδιαίτερα είναι αφιερωμένος στους περιηγητές που πέρασαν από το νησί και κατέγραψαν αρκετά πράγματα από την κοινωνική ζωή και την ιστορία του τόπου, πολύ χρήσιμα για εμάς τους νεώτερους, όσους τουλάχιστον ενδιαφερόμαστε για το παρόν και το μέλλον του.
Φανταστικά ταξίδια από Αίαντος του Λοκρού άρξασθαι
Προσωπικά να ομολογήσω πως άρχισα τον από την τελευταία του σελίδα, ναι, από την εξιστόρηση που αφορά το τέλος του πρώτου ταξιδευτή που η μοίρα έφερε εδώ στα νερά και στα χώματα της «ευαμπέλου νήσου μας», της Μυκόνου «του βλάσφημου παλληκαρά, του ρέμπελου και ασεβούς νταή του Τρωικού πολέμου Αίαντα του Λοκρού». Εκείνου ναι που θάρρεψε πως οι καυχησιές του δεν θα φέρουν την μήνι των θεών «ει μη υπερφίαλον έπος έκβαλε και μεγ’ αάσθη» ο μεγαλοπιασμένος! Τι κι αν δεν έγραψε ο ίδιος για τον τόπο της ταφής του, την Μύκονο:
«τύμβος δε γείτων όρτυγος πετρουμένης
τρέμων φυλάξει ρόχθον Αιγαίας αλός»
έγραψαν άλλοι αναφερόμενοι στον ίδιο κι έχουν βάλει αρχαιολόγους, ιστορικούς, γεωγράφους, φιλολόγους και λοιπούς επισκέπτες των αρχαίων κειμένων σε μεγάλην έγνοια και φανταστικά του νου ταξίδια.
Από τον Αίαντα ως τον Allan Konya και την Geneviève Couteau
Πηδώ από σελίδα σε σελίδα σε τούτο το ταξίδι στον χρόνο όπου οι πληροφορίες για την Μύκονο ρέουν άλλοτε γάργαρες και πλούσιες σαν τη θάλασσα που την περιβάλει κι άλλοτε λειψές, ατελείς και σκόρπιες σαν τα βράχια που σκεπάζουν τους γίγαντες καθώς το ορίζει η μυθολογία. Σαν το κατσίκι απολαμβάνω χοροπηδηχτά κι ανάκατα την πλούσια πληροφορία και το όμορφο ταξίδι. Πολλές φορές μάλιστα συλλαμβάνω τον εαυτό μου να μηρυκάζει κείμενα και πληροφορίες και λέξεις ακόμα… Σαν τις προάλλες που πήρα ολόκληρο βιβλίο, ασήκωτο το λες και διάβαζα εδώ έξω στον δρόμο αποσπάσματα στην Ειρήνη και στη Φρασκώ, αυτήν κυρίως που ήξερα πως θα συγκινήσω ιδιαίτερα, για τον Πιάτ’ Γιαλό, τον Δράπανο και την Παράγκα μιας άλλης εποχής. Κι έρευσε τότε ως δια μαγείας, στο για χρόνια αποστραγγισμένο ποτάμι της πληροφορίας, γάργαρο νερό που έφερε δροσιά από μνήμες και γι άλλες παράγκες και γι άλλες ιστορίες που «…καλύτερα μάτια μου να μην τα λέμε γιατί ζούνε ακόμα οι αθρώποι…» Ζήσαμε όμως κι εμείς κι αν ήταν δύσκολα χρόνια αξίζει να τα θυμόμαστε και ο Παναγιώτης πολύ καλά κάνει και μας τα θυμίζει γιατί ο άνθρωπος ξεχνά… Και πιο πολύ ξεχνά ο καλοπερασμένος, αυτός που τα βρήκε έτοιμα, στρωμένα, αυτός που δε χρωστά ευχαριστώ στον τόπο που τον στέκει και στους ανθρώπους που κουτσά στραβά μας φέρανε ως εδώ.
Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, είναι βαθύς μελετητής και ερευνητής της ιστορίας του τόπου και της σύγχρονης ζωής των κατοίκων του. Προσπαθεί και το καταφέρνει άριστα, να βάλει σε τάξη τις …πανθ’ υπό μίαν Μύκονον, φύρδην μίγδην αναφορές, που ως τώρα κείτονταν σκόρπιες και πολλές μάλιστα παντελώς άγνωστες, στο ευρύ κοινό.
Σκοπός των Παραμιλητών του «να εμποτίσουν και να μπολιάσουν τον αναγνώστη με τη μυρωδιά του τόπου μας, να φανερώσουν κάτι από την «τρυπωμένη ψυχή» του -πού να ‘σαι, Μέλπω μου, αγαπημένη…»
Παράλληλα και μέσα από τις σελίδες ενός τέτοιου ερευνητικού έργου θα βρει τον τρόπο και τον τόπο να παραθέσει τα ολόδικά του παραμιλητά:
«[…]αναγνωρίζω στους συμπατριώτες μου μοναδικές, συγκλονιστικές κάποτε, αρετές που καταπλήσσουν, συγκινούν και μας αδελφοποιούν, ωστόσο δεν μπορώ εδώ παρά να παραδεχτώ με πόνο ψυχής, ότι στο ζύγιασμα αυτών των αρετών που διέθετε ο Μυκονιάτης αλώβητες μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, εμείς οι νεότεροι βρεθήκαμε, πονηρολο’ημένα και άπληστα λιποβαρείς…»
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες η ομορφιά του τόπου αναδεικνύεται.
– Είτε με τον Kitar Ruyar Edrizi (1099-1180) που ονομάζει το νησί Μίκουλα (1153) και το περιγράφει ως: «florissante et populeuse» και τη Χώρα ως «une jolie ville» κατά την γαλλική μετάφραση.
– Είτε με τον Αλμπέρ Καμύ (1955) που αναχωρώντας από Δήλο και Μύκονο γράφει: «…το πρωί ένα θεϊκό φως πέφτει πάνω στα ασπρισμένα σπίτια της Μυκόνου… Η θάλασσα είναι όμορφη, διάφανη και καθαρή […} Για πρώτη φορά χάνεται μια γη που αγαπώ με το οδυνηρό αίσθημα ότι ίσως να μην την ξαναδώ ποτέ ώσπου να πεθάνω…»
– Και στη σελίδα 170 με το Σκωτσέζο έμπορο και συγγραφέα Ιωάννη Γκαλτ:
«…Αλλά το πιο αξιόλογο και διάσημο προϊόν της Μυκόνου είναι το κόκκινο κρασί της από το οποίο παράγονται ετησίως πεντακόσια βαρελάκια-βυτία. Η ποιότητα μοιάζει σαν αυτή της ποικιλίας μπορντώ [=claret]…»
Δεν θα συνεχίσω με τις ειδικές αναφορές στις σελίδες του βιβλίου. Από τα περιεχόμενα σταχυολογώ ονόματα και χρονολογίες: Περιηγητές και χαρτογράφοι ανά τους αιώνες (12ος-19ος αι.) κι επί πλέον ειδική αναφορά στους Πίρι Ρέις 16ος αι., Λόρδος Τσάρλμοντ 1749, Νικόλαος Δραγούμης, 1834, Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, 1854, Ιάκωβος Θεόδωρος Μπεντ, 1885, Γεώργιος Παρασκευόπουλος και Σπυρίδων Παγανέλης, 1895, Φρειδερίκος Μπουασωνά, 1911, αναφορά στον καλό μας φίλο Allan Konya, την Geneviève Couteau και άλλoυς πολλούς των οποίων παρατίθενται ευρύτατα αποσπάσματα των καταγραφών που έκαναν για το νησί.
Από την Πατριδογνωσία στην αυτογνωσία
Θα κλείσω με κάτι τελείως προσωπικό, που μου πρόσφερε ιδιαίτερη συγκίνηση διαβάζοντας τον Δ’ τόμο των Παραμιλητών του Παναγιώτη Κουσαθανά.
Στις σελίδες 489 έως 509 καταγράφονται επιστολές-μαρτυρίες ξενιτεμένων Μυκονιατών από το 1901 έως το 1941, το 2012 και το 2017.
Εκεί βρήκα την επιστολή του κ. Πέτρου Νικ. Καλέργη ο οποίος αναφερόμενος στην οικογένεια των Καλέργηδων κάνει μικρή μεν, αλλά για μένα ιδιαίτερα συγκινητική αναφορά σε μια ήρεμη και γλυκιά γυναίκα την οποία θυμάμαι με πολλή αγάπη, την γιαγιά μου Κατερνώ Θ. Ρουσουνέλου (Καρμπόνη), το γένος Σαντοριναίου, στα παιδιά της Γιάννη και Ζαννή (τους μπαρμπάδες μου) και στην γειτονιά της τον Άι Σπυρίδωνα στον Καράμπαμπα. Άνθρωποι απλοί που πέρασαν σαν αεράκι από τον κόσμο μας και με τίποτα δεν περιμένεις να δεις τ’ όνομά τους σε ένα βιβλίο. Κι όμως κάποιος τους ανέφερε σε μια επιστολή του στον συγγραφέα κι ο συγγραφέας έκρινε σκόπιμο να μείνει στην επιστολή η αναφορά στους γειτόνους, γιατί είναι οι άνθρωποι που κάνουν τις γειτονιές και είναι οι άνθρωποι που δομούν τις ιστορίες. Και να ‘τους τώρα, η Κατερνώ, ο Γιάννης και ο Ζαννής στα pixels του παγκόσμιου χωριού:
Α, ρε γιαγιά και το λεγες:
Κόψε ξύλο κάμε Αντώνη,
κι από βέλανο Μανώλη
κι άμα πεις και για τον Γιάννη,
ό,τι ξύλο κόψεις κάνει…
(Θαρρώ κάτι πως έλεγες για τον Κωσταντή και τον Γιάννη, την Αννουσώ και τον Δημήτρη, αλλά η μνήμη πια είναι ασθενής.
Όσοι τρέφετε αγάπη για το νησί φροντίστε να αποκτήσετε το πολύτιμο αυτό βιβλίο. Στις σελίδες του θα ανακαλύψει ο καθένας στοιχεία πατριδογνωσίας και πιθανόν ίσως και αυτογνωσίας τολμώ να πω. Πράγματα επίσης και στοιχεία που πιθανόν να μην γνωρίζει κι όμως είναι εκεί, όσα αντέχουν στους αιώνες.
Κυρίως είναι η μνήμη που οφείλει να παραμείνει ζωντανή και η γνώση.
Για να μείνουν όμως ζωντανά είναι απαραίτητο πότε πότε κάποιοι στο παραμιλητό τους να τα σκαλίζουν και να τα μοιράζονται μαζί μας.
Λαμπαδιασμενη από το πολύ το φως
Παναγιώτη Κουσαθανά, από καρδιάς σε ευχαριστώ για το μάθημα που συνεχίζεις να μοιράζεσαι μαζί μας, όχι πια σαν δάσκαλος, αλλά σαν άδολος εραστής μιας γης «λαμπαδιασμένης από το πολύ το φως», κι ας ξέρεις, κι ας ξέρουμε, πως το παιχνίδι είναι πιθανόν χαμένο για χαμένο και πως Πιατγιαλοί κι Άι-Γιώργηδες του Τραχήλη και Πλάκες του Πατέρα και Διπόλεις και Τριπόλεις και Διβούνια και Δίμαστα δεν υπάρχουν πια.
Δεν υπάρχουν.
Και το μόνο λαμπαδιασμένο που θυμάμαι χάθηκε πριν από λίγα χρόνια στ’ αποκαΐδια ενός μύλου και πάει καλιά του…
Mpravo Dimitraki πολυ ωραίο κομμάτι ανυπομονω να το ξεφυλισσω και γω! Φιλια
Ε, ξέρεις από δουλειές του Παναγιώτη!