παγιδευμένοι ανάμεσα στην ανάγκη μας για κάτι διαφορετικό
και σε όσα η αγορά είχε διαθέσιμα.
Το περιμέναμε το άνοιγμα καθώς άνοιγε ο καιρός. Όλοι! Κι εγώ, πώς και πώς!
Σκεφτόμουνα, με τόση αδράνεια εξ ανάγκης, θα προκύψουν ωραία πράγματα. Θα είχαμε πια χρόνο να τα οργανώσουμε. Όλοι. Δημιουργοί, καταναλωτές. Λέγαμε πως θα αναδεικνυόμασταν σοφότεροι. Με πιο επεξεργασμένα τα θέλω μας. Πιο τακτοποιημένα μέσα μας αυτά που πλέον θα είχαμε τη διάθεση να χαλαλίσουμε ξοδεύοντας τον πολύτιμο χρόνο μας. Και ξημέρωσαν μέρες μιας κουτσουρεμένης έστω ελευθερίας. Μπορούσαμε πλέον να μοιραστούμε χρόνο με φίλους, να πιούμε ένα κρασί, να απολαύσουμε αυτή τη γλυκιά αίσθηση που έχει το φαγητό έξω. Το εμπεδώσαμε με τον χειρότερο τρόπο. Με την πανδημία που μας έκλεισε στο σπίτι. Που άλλαξε τις ζωές μας.
Αν και ο καθένας μας μπορεί να την είχε ονειρευτεί διαφορετικά αυτή τη στιγμή, οι περισσότεροι αισθανθήκαμε παγιδευμένοι ανάμεσα στην ανάγκη μας για κάτι διαφορετικό και σε όσα η αγορά είχε διαθέσιμα. Υπάρχει η αίσθηση ότι αυτοί οι πρώτοι μήνες που οι μηχανές άρχισαν να δουλεύουν στο ρελαντί, παρέμειναν οιονεί σε δοκιμαστική λειτουργία. Ελπίζουμε παρά τις αντιξοότητες και τις τυχόν απαισιόδοξες προβλέψεις, όλα να πάνε καλά. Ίσως ό,τι καλό είναι στα σκαριά, να προκύψει με περισσότερη άνεση την χειμερινή περίοδο που έρχεται.
Σε αυτή τη φάση ακόμα και επιχειρήσεις εστίασης μπήκαν σε διαφορετική ρότα, κάνοντας στροφή προς το απλό φαγητό, πολλές φορές με μια αντίληψη street food. Αυτό συχνά δεν σημαίνει «πρόχειρο», πολύ δε περισσότερο δεν σημαίνει «οικονομικό» φαγητό. Η διεθνής τάση ήρθε, με μια χρονική καθυστέρηση, όπως συμβαίνει συνήθως στη χώρα μας. Μάλλον όμως ήρθε με λάθος προσανατολισμό. Για μια ακόμα φορά οι περισσότερες επιλογές είναι της αντιγραφής και όχι της δημιουργίας ή της επανασύστασης. Έτοιμα concept, έτοιμες συνταγές επιτυχίας, που βρίσκουν απέναντι ένα κοινό έτοιμο κι αυτό από καιρό να σύρει το χορό της κατανάλωσης ξένων διατροφικών προτύπων.
Δεν έχω θέμα με την διεθνή κουζίνα. Απεναντίας! Το έχω ξαναγράψει: «η κουζίνα είναι καράβι που ταξιδεύει». Καμμιά τοπική ‘η εθνική κουζίνα δεν είναι αποκομμένο νησί. Η ιστορία της διατροφής είναι γεμάτη από επιτυχημένους γάμους τεχνικών και υλικών, είτε από έρωτα και αμοιβαία έλξη, είτε από …συνοικέσιο. Πολλές διεθνείς τάσεις και διατροφικές συνήθειες δημιούργησαν ανατροπές φέρνοντας αέρα ζωογόνο ακόμα και σε ήδη γερασμένες κουζίνες. Καμμιά όμως τάση, όσο κι αν υποστηριχθεί από οικονομικά συμφέροντα, όσο κι αν επιδοτηθεί με κείμενα και σοσιαλμιντιακές αναρτήσεις, προθύμων να την υποστηρίξουν γραφέων, δεν πρόκειται να σταθεί αν δεν ισχύσει και για την τροφή, για το πιάτο δηλαδή που δημιουργούμε, το Ελυτικό:
«Ένα τοπίο […] είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού πάνω στην ύλη»[i].
Ας χωρέσουμε αυτό το τοπίο στο πιάτο μας. Ακόμα και στο «πρόχειρο». Κι ας συνειδητοποιήσουμε ότι απλότητα, λιτότητα, μέτρο, ήθος και ποιότητα πρέπει να είναι τα εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία του καλού επιχειρείν στην ελληνική εστίαση. Γιατί αν δεν συμβεί αυτό, τότε, η μάχη ενός κουρασμένου πιτότυρου με την κάθε λαμπερή εισερχόμενη τάση, είτε λέγεται μπάο μπαν, είτε σάντος, είτε τάκος, είναι μάχη χαμένη.
[i] Οδ. Ελύτης, Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά, Ίκαρος, 1990, σελ. 8
Τσιμπολογήματα
περ. Γαστρονόμος Αυγούστου 2021
Δημήτρης Ρουσουνέλος